- καταμηνύει
- καταμηνύ̱ει , καταμηνύωpoint outpres ind mp 2nd sgκαταμηνύ̱ει , καταμηνύωpoint outpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταμηνυτικός — ή, ό [καταμηνυτής] 1. αυτός που αναφέρεται στην καταμήνυση 2. ο επιρρεπής στο να καταμηνύει … Dictionary of Greek